- ἐκκριμάτων
- ἔκκριμαsecretionneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βήχας — Αντανακλαστικό φαινόμενο που συνίσταται στη βίαιη εκπνοή, με τη γλωττίδα αρχικά κλεισμένη, για να ανοίξει στη συνέχεια απότομα. Αποσκοπεί στην απομάκρυνση εκκριμάτων και ξένων σωμάτων από τις αεροφόρους οδούς. Το αντανακλαστικό του β.… … Dictionary of Greek
λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… … Dictionary of Greek
βρογχοσκόπηση — Ενδοσκοπική εξέταση της τραχείας και των κύριων βρόγχων μέχρι των πρώτων διακλαδώσεών τους, με την οποία γίνεται η άμεση επισκόπηση των οργάνων αυτών, με την εισαγωγή σε αυτά ενός άκαμπτου μεταλλικού σωλήνα (βρογχοσκόπιο), εφοδιασμένου με… … Dictionary of Greek
στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία … Dictionary of Greek
υπερκρινία — η, Ν ιατρ. 1. η αύξηση τής έκκρισης τών αδένων με ή χωρίς αλλοίωση τής σύνθεσης τών εκκριμάτων τους 2. το σύνολο τών διαταραχών που προκύπτουν από την παραπάνω κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypercrinie < υπερ * + εκ κρίνω] … Dictionary of Greek
γαστρικό υγρό — Υγρό που εκκρίνεται από το στομάχι. Είναι μείγμα των εκκριμάτων των επιφανειακών επιθηλιακών κυττάρων του στομάχου και των γαστρικών αδένων, και αποτελεί έναν από τους παράγοντες της πέψης. Είναι άχρωμο και ελαφρά αδιαφανές, έχει χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek
γκουάνο — (guano).Αποξηραμένοι σωροί εκκριμάτων και απορριμμάτων θαλάσσιων πτηνών (πελεκάνοι, γκουάνες, πικέρος κ.ά.), που συνήθως παραμένουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα πάνω σε ακτές ή ερημικά νησιά. Το πιο ονομαστό γ. βρίσκεται στο νησί Κίνκα (Chincha) … Dictionary of Greek
κονδυλώματα — Μορφή καλοήθους όγκου των επιθηλίων. Έχουν σχήμα στρογγυλής περιγεγραμμένης προεξοχής και μεταδίδονται κυρίως μέσω σεξουαλικής επαφής. Προκαλούνται από τον ιό των κ. (HPV) και εμφανίζονται συνήθως στα γεννητικά όργανα, στην περιοχή γύρω από αυτά … Dictionary of Greek
ψυχοσωματική — Τομέας της ιατρικής, που μελετά τον ρόλο των ψυχικών παραγόντων στην εμφάνιση οργανικών παθήσεων. Η επίδραση αυτή μπορεί να αφορά τόσο την αιτιολογία όσο και τη συμπτωματολογία ή τη θεραπεία πολυάριθμων φαινομένων. Μόνο κατά τον 20ό αι., ιδίως… … Dictionary of Greek